φιγουρατζής

φιγουρατζής
ο фат

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φιγουρατζής" в других словарях:

  • φιγουρατζής — ο, θηλ. φιγουρατζού, Ν αυτός που τού αρέσει να κάνει φιγούρες, να επιδεικνύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιγούρα + κατάλ. ατζής (πρβλ. καβγ ατζής)] …   Dictionary of Greek

  • φιγουρατζής — ο θηλ. ού αυτός που εμφανίζεται επιδεικτικά, που επιδείχνεται: Η φιγουρατζού η εξαδέρφη του μας κάνει την αριστοκράτισσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • φιγουρατζίδικος — η, ο, Ν [φιγουρατζής] επιδεικτικός …   Dictionary of Greek

  • φιγουρατζίδικος — η, ο φιγουρατζής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»